- σαφέστερος
- σαφήςclearmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
Ανατολικό Ζήτημα — Ονομάστηκε έτσι η πολύπλοκη πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Εγγύς Ανατολή από τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες, παρακολουθώντας την εξασθένηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά την… … Dictionary of Greek
Βαν ντε Βέλντε, Χένρι — (Henri Van de Velde, Αμβέρσα 1863 – Ζυρίχη 1957). Βέλγος αρχιτέκτονας και σχεδιαστής (designer), από τους κυριότερους εκπροσώπους του κινήματος του νέου ρυθμού (art nouveau) και μεγάλος πρωτοπόρος της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Ασχολήθηκε αρχικά… … Dictionary of Greek
ԼՈՒՍԱՓԱՅԼ — ( ) NBH 1 0901 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 12c ա. λαμπρός lucidus, fulgens, praeclarus σαφέστερος apertior, clarior. Լուսով կամ որպէս զլոյս փայլեալ. լուսապայծառ. շողշողեալ. պայծառ. մաքուր. յստակ. պարզ. յայտնի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄԵԿԻՆ — ( ) NBH 2 0243 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ա.մ. ՄԵԿԻՆ կամ ՄԷԿԻՆ. ἔν unum. Որպէս Միակ. մի. կամ մեկնեալ մեկուսեալ. մասնաւոր. Տե՛ս եւ ՄԵԿՆԱԿ. մէկ, մէկիկ, մէկ կերպ. ... *Հաւատոցդ անուն մէկին է … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՆՈՐՈԳ — ( ) NBH 2 0446 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 11c, 12c, 13c ա. πρόσφατος, καινότερος recens, recentior. Նոր. նորագոյն. այն ինչ զառաջինն եղեալ, կամ յառաջին վիճակ վերածեալ. դեռ նոր, նորանց եղած. ... *Զոր նորոգեաց մեզ ճանապարհ նորոգ եւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)